- υπερος
- ὕπεροςὅ1) пест Hes., Her.
ὑπέρου περιτροπή Plat., Plut. — вращение песта (о бесполезном труде)
2) булава, дубинка Plut., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπέρου περιτροπή Plat., Plut. — вращение песта (о бесполезном труде)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὕπερος — pestle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ύπερος — ο 1. το θηλυκό όργανο του άνθους. 2. το γουδόχερο, το γουδοχέρι. 3. ξύλινος ή σιδερένιος κόπανος για επιχωμάτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπόφυλλο — Όργανο των αγγειόσπερμων φυτών, που σχηματίζει κλειστό περίβλημα, μέσα στο οποίο βρίσκονται μία ή περισσότερες σπερματικές βλάστες. Το σύνολο των κ. αντιπροσωπεύει το θηλυκό μέρος του άνθους και χαρακτηρίζεται ως γυναικώνας. Κάθε μεμονωμένη δομή… … Dictionary of Greek
υπεροειδής — ές / ὑπεροειδής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα υπέρου, όμοιος με κόπανο, με γουδοχέρι νεοελλ. φρ. «υπεροειδές άνθος» βοτ. άνθος στο οποίο υπάρχει μόνον ύπερος και όχι στήμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπερος + ειδής*] … Dictionary of Greek
ὑπέροις — ὕπερον neut dat pl ὕπερος pestle masc dat pl ὕπερος pestle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροισι — ὕπερον neut dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle masc dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροισιν — ὕπερον neut dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle masc dat pl (epic ionic aeolic) ὕπερος pestle neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρου — ὕπερον neut gen sg ὕπερος pestle masc gen sg ὕπερος pestle neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρων — ὕπερον neut gen pl ὕπερος pestle masc gen pl ὕπερος pestle neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρῳ — ὕπερον neut dat sg ὕπερος pestle masc dat sg ὕπερος pestle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)